υπεραστικό

υπεραστικό
interurbain

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπεραστικός — ή, ό, Ν [αστικός] 1. αυτός που γίνεται ή εκτείνεται πέρα από την πόλη (α. «υπεραστικές συγκοινωνίες» β. «υπεραστικό τηλεφώνημα») 2. το ουδ. ως ουσ. το υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί δρομολόγια έξω από το αστικό δίκτυο …   Dictionary of Greek

  • υπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή γίνεται πέρα από την περιοχή της πόλης (άστεως): Υπεραστική τηλεφωνική συνδιάλεξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί υπεραστικά δρομολόγια με άλλες πόλεις (πρβλ. αστικό): Δε θα πάρω το τρένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”